εὐρέης

εὐρέης
εὐρύς
wide
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευρεής — εὐρεής, ές (Α) βλ. εϋρρεής …   Dictionary of Greek

  • εϋρρεής — ἐϋρρεής και εὐρεής, ές (Α) αυτός που ρέει ωραία («ἐϋρρεῑος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρε(F)ής (< ρέ(F)ος, το). Ο τ. γενικής ευρρείος < *ευρρεFεος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”